Lust (λαγνεία). 2014.
εκπιέζω — (AM ἐκπιέζω, Α και ἐκπιάζω) αφαιρώ με πίεση το υγρό (νερό, χυμό κ.λπ.) από κάτι, στίβω αρχ. μσν. βασανίζω, ταλαιπωρώ αρχ. 1. διώχνω βίαια κάποιον 2. (για έλκη) εμφανίζομαι στο δέρμα … Dictionary of Greek
εκπιάζω — βλ. εκπιέζω … Dictionary of Greek