ἐκπιάζω/ἐκπιέζω

ἐκπιάζω/ἐκπιέζω
V 0-3-2-1-0=6 JgsB 6,38; 18,7; 1 Sm 12,3; Ez 22,29; Zph 3,19
to squeeze out JgsB 6,38; to force out Prv 30,33; to oppress 1 Sm 12,3; to exort JgsB 18,7

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκπιέζω — (AM ἐκπιέζω, Α και ἐκπιάζω) αφαιρώ με πίεση το υγρό (νερό, χυμό κ.λπ.) από κάτι, στίβω αρχ. μσν. βασανίζω, ταλαιπωρώ αρχ. 1. διώχνω βίαια κάποιον 2. (για έλκη) εμφανίζομαι στο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • εκπιάζω — βλ. εκπιέζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”